«Συζήτηση με μια κυρία»
Αποστόλης Σαμακοβλής13-09-2015

Όταν ακόμη ήμουν μαλλιάς πριν από κάνα δύο χρόνια, μια βραδιά μετά από μια επιπόλαια νεανική έξοδο η οποία είχε σαν επακόλουθο αρκετοί επιβάτες στο αμάξι του μοναδικού νηφάλιου φίλου να τρέχουμε να αδειάσουμε τη χολή μας στην περιφερειακή, αποφασίσουμε η παρέα κι εγώ (ο τραβάτε με και ας κλαίω ή αλλιώς ο και καλά ηθικολόγος της υπόθεσης) να επισκεφτούμε τα ροζ σπίτια. Δεν ήμουν ποτέ φίλος του αρχαιοτέρου των επαγγελμάτων, σως γιατί σέβομαι τις γυναίκες περισσότερο από όσο υπολογίζω τα έμφυτα και αρχέγονα ένστικτα που μας κληροδότησε η φύση, αλλά θα ήμουν ψεύτης αν υποστήριζα πως δεν έχω διαβεί μια τέτοια πόρτα ενός τέτοιου σπιτιού κι εγώ κάποτε παλιά, στην πρώτη μου νιότη. Τέλος όλων, αποφασίζεται, και με οχλαγωγίες κατηφορίζουμε προς την περιοχή του αγοραίου έρωτος που αν το πορτοφόλι σου ξεχειλίζει μπορείς να κάνεις πραγματικά ότι κατεβάζει το μυαλό σου κι ονειρεύεται ή αν δεν προσέξεις μπορεί το πορτοφόλι σου να ξεχειλίζει σε αλλουνού την τσέπη κι εσύ να φύγεις με ένα μωλωπισμένο μάτι το λιγότερο.
Δεν ξέρω αν έχει γνώση όποιος διαβάζει το κείμενο για την κατάσταση και το τι επικρατεί σε τέτοια σπιτάκια, αλλά θα προχωρήσω σαν να μην έχει. Λοιπόν, πολλά σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, απέναντι από το άλλο σε περίπου τρία τετράγωνα. Η διακόσμηση ίδια παντού, ένα τραπεζάκι με τασάκια και σεμεδάκια της γιαγιάς (φόρος τιμής στην παράδοση ίσως; ποτέ δεν κατάλαβα), ένα σαλόνι αποτελούμενο από δυο άβολους καναπέδες και μια πολυθρόνα που κάθεσαι αγχωμένος, μεθυσμένος, φτιαγμένος, απελπισμένος και με ένα σωρό ακόμη ιδιότητες. Οι τοίχοι βαμμένοι συνήθως με πορτοκαλοκαφετιά χρώματα αλλά με έντονο το στοιχείο του ροζ παντού και τα κάδρα χωρίς κανένα περιεχόμενο επίσης ολόγυρα στο δωμάτιο. Κάδρα που απεικονίζουν από τη Μόνα Λίζα γυμνή μέχρι και προσωπογραφία του Αρθούρου. Τέλος πάντων, αυτά από υλικά. Αλλά το μεγαλύτερο ατού είναι η κυρία που παρουσιάζεται μπροστά σου και αρχίζει να περιγράφει το πρόγραμμα με έμφαση σε απόλαυση, λιγότερο σε τιμή. Εκεί κάπου παρουσιάζεται κι η εργαζόμενη, συνήθως από δεκαοχτώ μέχρι είκοσι ετών. Αν και ποτέ δεν είδα σε καμιάς κοπέλας τα μάτια δυστυχία ή παράπονο, πάντα αυτή η εντύπωση μου δινόταν όποτε κι αν κοίταξα την οποιαδήποτε. Και γιατί άλλωστε να είναι κάποια γυναίκα χαρούμενη ενώ πράττει αυτό που πράττει για να τα βγάλει πέρα, σκέφτομαι.
Με τα πολλά, οδηγείται στο δρόμο της απόλαυσης ένας φίλος (ο τελευταίος από την ομήγυρη, οι υπόλοιποι πήγαν για φαγητό). Καθώς ανάβω ένα τσιγάρο και περιμένω τον φίλο μου να επανέρθει στην οδό της σωτηρίας, βλέπω ότι η κυρία που καλωσορίζει πελάτες και αναλύει τις υπηρεσίες με κοιτά. Της αντιγυρίζω το βλέμμα και περιμένω.
«Παίζεις κιθάρα;» με ρωτάει. Την είχα ψιλοσυμπαθήσει με την πρώτη ματιά που της έριξα. Η γυναίκα ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, στο ένα και εξήντα με ξανθά μαλλιά που άρχισαν να γκριζάρουν και με γυαλιά στρόγγυλα που την έκαναν να μοιάζει υπεύθυνη τάξης γυμνασίου, μάλιστα τάξης που κανένας μαθητής δεν θα τολμούσε να πετάξει ένα τσαλακωμένο χαρτί στον μπροστινό του ενώ αυτή θα καθόταν στην έδρα.
«Όχι πια, την έχω παρατήσει» απάντησα και συνέχισα να καπνίζω αποστρέφοντας το βλέμμα, περισσότερο γιατί άρχισα να αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να ανοίξω έναν ανθρώπινο διάλογο με μια τέτοια γυναίκα (η προκατάληψη και η συνήθεια άλλωστε είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού μας βιοσυστήματος).
«Απλά τα μαλλιά και τα σκουλαρίκια σου, κάτι τύποι με κιθάρες είναι σαν κι εσένα, τους βλέπει ο γιος μου και τους ακούει, δεν ξέρω πώς τους λένε αλλά κάθε μέρα τέτοια πράγματα ακούει, θέλει να αφήσει κι αυτός μαλλιά τώρα, του λέω να περιμένει να γίνει δεκαοκτώ και μετά. Αρκετά μας λένε οι γείτονες αυτό μας έλειπε» είπε σχεδόν με μια ανάσα. Ίσως για πρώτη φορά από τότε που τελείωσα δημοσιογραφία ξύπνησε μέσα μου η περιέργεια, όχι για να μάθω τι ακριβώς έλεγαν οι γείτονες της κυρίας, αυτό το μάντευα, αλλά πώς αυτή η γυναίκα που φαινόταν έξυπνη, ευφυέστατη και με λεξιλόγιο νταλικέρη παντρεμένο με μπαμπινιώτικες φράσεις κατέληξε εκεί μέσα. Ίσως γιατί άκουσα να λέει για το γιο της, μάλλον για αυτό ήθελα να μάθω ένα μέρος της ιστορίας αυτής της γυναίκας. ήταν η μόνη που προσέγγιζε την έννοια της λέξεως άνθρωπος μέσα σε τέτοια καταγώγια. Ήταν μητέρα ενός παιδιού. Ίσως πάλι η δημοσιογραφική αδιακρισία τυμπανόκρουζε φωνάζοντας “εδώ μεγάλε υπάρχει ιστορία δακρύβρεχτη, εκμεταλλέψου την”.
«Για ποιο λόγο να ενοχλεί οποιονδήποτε το μακρύ μαλλί;» ρώτησα χαμογελώντας. Εκείνη απλώς άναψε ένα τσιγάρο, σήκωσε το βλέμμα από τον αναπτήρα και μου είπε «Αγόρι μου μένουμε στο νοίκι κοντά στις εργατικές κατοικίες. Καλώς ή κακώς όλοι οι γύρω μου ξέρουν πού δουλεύω και τι κάνω, ήδη με πιάνουν στο στόμα τους πολλές κατίνες της γειτονιάς που νομίζουν πως είναι κάτι παραπάνω επειδή βγάλανε ένα εξατάξιο γυμνάσιο και πιάσανε δουλειά σε γραφειάρες λόγω γνωριμιών. Ο γιος μου ήδη αρκετά ακούει από πολλούς, φαντάζεσαι να τον δούνε με μαλλιά και σκουλαρίκια; Τι θα πούνε, α να η τσατσά και ο πρεζάκιας ο γιος της. Όχι αγόρι μου, άμα μεγαλώσει και φύγει με το καλό από αυτή την τρύπα που ζούμε ας κάνει ότι θέλει. Προς το παρόν όσο περνά από το χέρι μου θέλω να είναι φυσιολογικός, αρκετά παράξενα βλέμματα μαζεύουμε».
Τελείωσε το λεξικό της χείμαρρο και απέστρεψε το βλέμμα λογικά θέλοντας να τελειώσει τη συζήτηση. Αλλά εγώ ήθελα να μάθω. Ήθελα να ξέρω γιατί μια άξια όπως φαίνεται γυναίκα που έχει παλέψει στη ζωή της λογαριάζει τόσο μια κοινωνική κατακραυγή (καλύτερα μάλλον, μια ζωώδη συμπεριφορά). Αλλά το μόνο που ρώτησα ήταν «Πώς και καταλήξατε εδώ μέσα να κάνετε αυτό που κάνετε; Δεν σας κατακρίνω και θα είμαι ο τελευταίος που θα το κάνει αλλά από τα λίγα που είπαμε είστε για κάτι πολύ καλύτερο. Και επιπλέον έχετε και παιδί.» κι εκεί κόμπιασα κάπως και δεν ολοκλήρωσα. Για κάνα λεπτό μόνο η κάφτρα του τσιγάρου ακουγόταν (ούτε καν ο φίλος και η καλλιτέχνης από το διπλανό δωμάτιο).
Αφού έσβησε τη γόπα, είπε «Δούλευα στο Δήμο "Τάδε" για δέκα περίπου χρόνια, όλα καλά όλα ωραία. Μέχρι πρότινος μπορούσαμε να ζούμε. Αλλά άλλαξε ο δήμαρχος και το συμβούλιο, έξω από την πόρτα οι παλιοί. Έψαχνα για κάνα εξάμηνο παντού, αλλά τίποτα. Οι οικονομίες σώθηκαν, έξοδα έτρεχαν, έφτασα στο σημείο ο Τάσος να μου ζητάει ένα ευρώ να πάρει καφέ και να μην έχω. Μετά από λίγο άρχισα να χαζεύω, μονολογούσα, ξαγρυπνούσα και είχα εφιάλτες. Ώσπου μια φορά έρχεται μια φίλη που δούλευε σε ένα τέτοιο μαγαζί και μου πρότεινε να έρθω να ρωτήσω. Και ήρθα».
Παύση, άλλο τσιγάρο, συνέχεια. «Στην αρχή ντρεπόμουνα, δεν μπορούσα να κοιτάξω στα μάτια, όσο για αυτά που λέμε ούτε κατά διάνοια, κοκκίνιζα και άφηνα το κορίτσι να περιγράφει. Αλλά ο καιρός πέρασε, συνήθισα και τώρα πλέον κανένα πρόβλημα. Ζούμε».
Πάνω που ήθελα να ρωτήσω πώς αντιδρά το παιδί σε όλη αυτήν την κατάσταση, η πόρτα από το διπλανό δωμάτιο άνοιξε, η διασκέδαση τελείωσε, ώρα να φύγουμε. Καληνύχτισα και κίνησα προς το αυτοκίνητο σκεπτόμενος. Σκεφτόμουν περισσότερο από όλα τις ιστορίες και τις ζωές που συνοδεύουν τον κόσμο που δεν πιστεύεις να συναντήσεις σε μέρη που θεωρείς απίθανα να υπάρχουν άνθρωποι. Μετά από τη συζήτηση με την καλή αυτή κυρία οδηγήθηκα να πιστεύω ότι
ο βούρκος μπορεί καμιά φορά να σε σώσει από τον πνιγμό οδηγώντας σε στην επιφάνειά του, ένα ήρεμο ποτάμι μπορεί να σε παρασύρει στα βάθη του απλά γιατί βαριέται. Ελπίζω να είναι καλά και αυτή αλλά και ο μικρός. Δεν θέλησα να σταθώ σε λεπτομέρειες όπως για παράδειγμα μακρύ μαλλί και σκουλαρίκι ισούται με ναρκωτικά, ή μπορεί να έβλεπε τα πράγματα κάπως υπερβολικά λόγω των καταστάσεων που έχει ζήσει. Η συζήτηση ήταν αυτή και έγινε όπως έγινε για κάποιο λόγο. Όλα όσα μας συμβαίνουν, για κάποιο λόγο μας συμβαίνουν. Κι αυτή η συζήτηση για κάποιο λόγο έγινε. Ποιος ξέρει, ίσως για να γεμίσει η σελίδα και να γραφτεί σε τούτες τις αράδες.
Ποιος ξέρει.
6 συμβουλές για να βελτιώσετε την καθημερινότητά σας
Μια πολυάσχολη καθημερινότητα μπορεί να δημιουργήσει άγχος αλλά και αρνητικά συναισθήματα. Αν θέλετε να βελτιώσετε τη διάθεσή σας και να καταφέρετε να αντεπεξέλθετε σε όλες τις υποχρεώσεις σας ,τότε καλό είναι να αποκτήσετε τον έλεγχο ακολουθώντας 6 συμβουλές:...
Μιλάω και γράφω σωστά ελληνικά
Η ελληνική είναι μια γλώσσα δύσκολη και γι’ αυτό πολλές φορές, όταν μιλάμε ή όταν γράφουμε συνηθίζουμε να κάνουμε λάθη. Πάμε λοιπόν να δούμε κάποια από αυτά:
1. συγγνώμη ή συγνώμη;
Το σωστό είναι συγγνώμη, αφού η λέξη είναι σύνθετη (συν + γνώμη) . Όπως και αν προφέρεται η λέξη, πρέπει να γράφεται πάντοτε με δύο -γ.
2. να τα εκατοστήσεις ή να τα εκατοστ...
Μήπως πρέπει να αλλάξεις επάγγελμα;
Η επιλογή επαγγέλματος και η σταδιοδρομία που θα ακολουθήσουμε σε αυτό τον τομέα είναι μεγάλη υπόθεση για κάθε έναν από εμάς και σίγουρα κάποια στιγμή στη ζωή μας θα αναρωτηθούμε για το αν κάναμε τη σωστή επιλογή όταν έπρεπε και πορευτήκαμε στο δρόμο που όντως θέλαμε ή πραγματικά μας ταιριάζει και μας ικανοποιεί.
Είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να απαντήσ...
Τα 20 μυστικά ενός επιτυχημένου επιχειρηματία
Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσα από βιβλία που έχω διαβάσει κατά καιρούς και από δηλώσεις επιτυχημένων ανθρώπων, συγκέντρωσα τον 20λογο του επιτυχημένου επιχειρηματία. ...
Καλοκαίρι: Περίοδος χαλάρωσης ή αυξημένης έντασης;
Την έχουμε στο μυαλό μας ίσως ως την πιο αγαπητή εποχή του χρόνου, περίοδο χαλάρωσης και διακοπών, ηρεμίας και ευχαρίστησης. Για πόσους όμως ισχύει πραγματικά αυτό;
Αντίθετα με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, δηλαδή τις εικόνες απόλυτης ανεμελιάς, το καλοκαίρι μπορεί να αποτελέσει ακριβώς το αντίθετο, λειτουργώντας ως πηγή εντονότατου άγχους. Είναι η κομβ...
Μια μέρα στη Δ.Ε.Θ.
Και τώρα που τέλειωσε η έκθεση και δεν υπάρχει κανένα συμφέρον προβολής της ας διατυπωθούν κάποιες σκόρπιες σκέψεις σχετικά με την διοργάνωση και τα εκθέματα. Τιμώμενη χώρα την χρονιά αυτή ήταν η Κίνα οπότε επειδή στην Θεσσαλονίκη το παρακάνουμε με το οτιδήποτε, όλα είχαν το χρώμα της χώρας γύρω μας ακόμη και έξω από την έκθεση. Παράδειγμα τα...
Πέθανε ο Στίβεν Χόκινγκ: Δέκα ημερομηνίες-σταθμοί στη ζωή του σπουδαίου αστροφυσικού
Η είδηση του θανάτου του, την Τετάρτη, σε ηλικία 76 ετών, σκόρπισε τη θλίψη όχι μόνο στην επιστημονική κοινότητα, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς ο Στίβεν Χόκινγκ, πέρα από σπουδαίος επιστήμονας ήταν και παγκόσμιο σύμβολο, ένας άνθρωπος που συγκίνησε και ενέπνευσε πολλούς....
ΔΞ/ΔΑ
Η Ελλάδα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο. Τα στελέχη των κομμάτων εργάζονται πυρετωδώς για να πείσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους . Στις 25 Ιανουαρίου θα αποδειχτεί ποιος έκανε καλύτερα τη δουλειά του. Η μήπως όχι;
Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν γνωστές μέχρι και σήμερα αναφέρουν ότι γύρω στο 75-80% έχει αποφασίσει τι θα ψηφίσει και πως...
Οι Έλληνες που αγάπησα!
Λίγο πριν τα ημερολογιακά και αστρονομικά συστήματα χρονολόγησης φτάσουν στην ένδειξη του τέλους για το έτος 2018, είχε ξεκινήσει η εθιμοτυπική τάση καταμέτρησης και υπολογισμών. Τι έκανα, τι δεν έκανα, τι απομένει, ποιο το σωστό, ποιο το λάθος, τι κρατάω, τι αφήνω, τι φυλάω, τι ξοδεύω, τι αλλάζω. Μου ήρθε τώρα στο νου η λαϊκή έκφραση: κάνω ταμείο! Δεν απέχε...